φίλητρον

φίλητρον
φῐλ-ητρον, τό, the primary form of φίλτρον, acc. to EM795.17; f.l. in AP11.218 ([place name] Crates).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φίλητρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλητρον — τὸ, Α 1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) μαγικό μέσο ή ποτό που διεγείρει ή επαναφέρει τον έρωτα, φίλτρο 2. ερωτική σχέση, ερωτική περιπέτεια («κατάγλωττ ἐποίει τὰ ποιήματα καὶ τὰ φίλητρα ἀτρεκέως ᾔδει», Κράτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • φίλητρα — φίλητρον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”